No comments yet

Το Τάμα του Στρατηγού Μακρυγιάννη στην Παναγία

Το Τάμα του Στρατηγού Μακρυγιάννη στην Παναγία

Εις την δόξα! Εις την δόξα! Εις την δόξα του Θεού, της Αγια-Τριάδος, της Θεοτόκος, του Α-Γιάννη του Βαφτιστή και πάντων των Αγίων, και του Αγίου Βασιλείου: να πρεσβέψει εις την ΠαντοδυναμίανΤου κ εις την ΒασιλείανΤου να μας λευτερώσει τώρα εις το νέον έτος, να μας λευτερώσει απο την κακία μας, απο την ιδιοτέλειά μας κ απο τα πάθη μας, κ απο την επιβουλίαν των ξένων!

Εις την παραμονή του Αγίου Βασιλείου τα 1850∴, ξημερώνοντας τα 1851∴, σημειώνω εγώ ο αμαρτωλός όσα θάματα αξιώθηκα να ιδώ εις τον ύπνο μου κ όση ευεργεσία είδα εγώ κ όλη μου η φαμελιά κ όσα μου είπαν άλλοι. Κ εις τον κίντυνο της πατρίδος κ θρησκείας: απο την κακία μας κ διχόνοιά μας κ ιδιοτέλεια μας κιντυνεύαμεν να χαθούμεν πάντοτες• ήταν το χέρι του Θεού κ της Βασιλείας Του κ μας έσωσε εις όλους τους κιντύνους. Όλα αυτά τα είχα γραμμένα εις τ’ άλλομου το ιστορικόν, οπου φαντάστηκα κ εγώ ο μικρότερος άνθρωπος της πατρίδοςμου κ όλης της κοινωνίας του κόσμου, κ αγράμματος, δια να βαρύνω τους σοφούς κ μεγάλους ανθρώπους της κοινωνίας κ μικρούς. Όποιος καταδεχτεί να διαβάσει εκείνο κ τούτο, όποιος ορθόδοξος Χριστιανός, κ άλλης φυλής, οπου θα λάβει τον κόπον να διαβάσει, άς πιστεύει• κ άν δέν θέλει, δέν τον βϊάζει κανένας. Εγώ θα τα σημειώσω, κ άν λέγω ψέματα: αυτός ο Θεός κ η ΒασιλείαΤου άς με κάμει στάχτη κ κουρνιαχτό, άν είμαι απατεώνας.

Εις δόξα του Θεού σημειώνω πρώτα την μεγάλη Ευσπλαχνίαν του Θεού οπου είδα, οπου έκαμεν εις εμένα τον αμαρτωλόν: τα 1837∴ μου άνοιξαν οι πληγές του σώματόςμου, οπου είμαι πληγωμένος εις τα δεινά της πατρίδος, κ έκαμα αστενής τέσσερους μήνες. Έτρεχαν οι πληγές απο το χέριμου κ απο τ’ άλλομου το σώμα, ετρύπησε το σώμαμου όλο απο την πολυκαιρία της αστενείαςμου. Είχα οχτώ γιατρούς. Τέλος, σώθηκαν οι ελπίδες κ απο’μένα κ απ’ όλους τους γιατρούς. Με το σεντόνι με γύριζαν, οτι έμεινα πετσί οτι έμεινα πετσί κ κόκκαλα: εσούρωσε το σώμαμου εξ αιτίας το τρέξιμον των πληγώνμου. Τότε οι ελπίδες όλες ενέκρωσαν. Έστειλα, ήρθε ο πνευματικός, με ξεμολόγησε, με μετάλαβαν. Ήμουν κ εγώ ο ίδιος κατακουρασμένος, την άχλιαν κατάστασιν οπου κατήντησα• κ αφάνισα κ όλους τους ανθρώπους του σπιτιού: συγυρίζοντας με, κ άγυπνοι τόσες μήνες, φωνές νύχτα κ ημέρα – αστένησαν κ αυτείνοι. Έλεγα: πότε να πάρει ο Θεός την ψυχή να λευτερωθώ κ εγώ κ αυτείνοι!

Ήρθε ημέρα, όλοι οι ιατροί με αποφάσισαν. Έρχεται κ η γυναίκα μου με όλα μου τα παιδιά να πάρουν τον τελευταίον ασπασμόν• εκεί οπου μπήκαν μέσα κ τους είδα, είπα: «αυτείνοι είναι πεθαμένοι κ σβησμένοι όλοι εις το εξής, κ θα τριγυρνούν τους δρόμους, δυστυχισμένοι!». Τότε δοξάζω τον Θεόν κ Τον περικαλώ να με αφήσει μόνον δι’ αυτούς τους αδύνατους κ ανήλικους. «Βαγγελίστρα!» είπα, «πρέσβεψε κ σώσε, οτι η ώρα ήρθε!». Λέγω των γιατρών: «πιάστεμε κ βγάλτεμε εις την σάλα με όλο το σεντόνι!». Μου λέγει ο επόπτης: «τώρα σε ολίγο εκεί θα βγείς! Τους λέγω: «βγάτε όλοι όξω ευτύς! μήν μείνει κανένας εδώ!»• τους έβγασα, βγήκαν. Κατεβαίνω μόνοςμου κ βάνω τα παπούτσιαμου κ πετάγομαι τρέχοντας εις την σάλα, κ δίνω ένα σάλτο κ πετάχτηκα απάνω εις τον καναπέ, εκείνος ο αδύναμος, το αδύνατο το σώμα! Έπεσα λιπόθυμος κ πήρα έναν ύπνο ώς ένα κάρτο οπου τέσσερους μήνες ύπνο δέν είδα, κ τα μάτιαμου ξυλιασμένα, κ όλο φωνές! Τότε τους λέγω να μου σάσουν τ’ άλογομου κ να του βάλουν σκουτιά απάνω εις την σέλλα. Τό’σασαν, μ’ έπιασαν οι άνθρωποι μ’ έβαλαν απάνω, κ πήγα εις την Συριανή, εις την Παναγίαν• κ την ίδιαν ημέρα εκεί ζήτησα να φάγω. Εκεί έκατσα ένα μήνα, κλείσαν οι πληγές πίσω, κ σηκώθηκα, σάν θέλει ο Θεός κ η Χάρη Της, κ ήρθα εδώ.

Η γυναίκαμου ήταν γκαστρωμένη, το παιδί έτρωγε αυτείνη την θροφή εις την κοιλιά, γεννιέται το παιδί, σερνικόν, γένεται δύο, τριών χρονών, βγαίνει το τρικούκουλο: του ανοίγουν σε όλο του το σώμα είκοσι πέντε τρύπες! Έκαμεν με αυτά περίτου από’ναν χρόνον δέν στάθηκε δυνατό να το γιατρέψουν όλοι οι ιατροί της Αθήνας, κ από’ξω άλλοι, πραχτικοί. Τάζω κ αυτό εις τον μεγάλον Γιατρό, τον Θεόν, κ την Βαγγελίστρα.

Κ όταν αστένησα εγώ, τάχτηκα να πάγω εις την Μεγαλόχαρη, την Βαγγελίστρα. Όταν ήμουν σε κίντυνο, ταζόμουν – όταν γιατρεύτηκα, τ’ αστόχησα να πάγω• αρρωσταίνοντας κ το παιδί, το τάζω κ αυτό – κ να το πάρω να πάγω• αστοχώ κ αυτό. Όταν έγινε γερό, έρχεται η Τρίτη Σεπτεβρίου την νύχτα οπου μας είχαν τρογυρισμένα όλα τα στρατέματα, κ εγώ χωρίς δύναμιν, κ την αυγή θα με βαίναν εις την τζελατίνα • τότε περικαλιούμαι τον Θεόν κ την ΧάρηΤης να μας προφτάσουνε• κ όντως έκαμεν νεκρανάστασιν σ’ εμάς κ μας έσωσε• τάχτηκα κ τότε, πάλε τ’ αστόχησα. Τις ημέρες εκείνες της Τρίτης Σεπτεβρίου, εις τις έξι, εις τις εφτά μέρες εκείνου του μηνός, βλέπει ένας γερο-σεβάσμιος αγωνιστής, κάτοικος έξω εις τα χωριά, την νύχτα οπου ετοιμαζόταν να κοιμηθεί κ πήγε εις τα εικονίσματάτου να κάμει την προσευκήτου, βλέπει ένα σύγνεφον κ του λέγει: «γνωρίζεις τον Μακρυγιάννη;». Αυτός – τον πήρε ο φόβος. «Μήν φοβάσαι! Τον γνωρίζεις;» του λέγει. Λέγει κ αυτός ο δυστυχής: «τον γνωρίζω». – «Να πάς να του ειπείς: δι’ αυτό οπου εργάστη, θα τον κιντυνέψουν πολύ κ αυτόν. Κ αυτό μήν φοβηθεί• άς έχετε τις ελπίδες εις τον Θεόν, κ θα σας σώσει. Κ να του ειπείς να πάγει εκεί οπου τάχτη τόσες φορές (κ γιατρεύτηκε κ εσώθηκαν όλοι απο τον κίντυνο): να πάγει εις την Βαγγελίστρα». Αυτός δέν ήρθε• αφού τρείς φορές το είδε, κ τον βίασε κ ήρθε κ μου το είπε, πάλε το βάρησα εις του κουφού.∴)

Όταν θα βαρούσαμεν τουφέκι την Τρίτη Σεπτεβρίου, βλέπει ένας άλλος αγωνιστής, Χριστιανός καλός, τις δύο του μηνός ξημερώνοντας, οτι βρέθη εις το περιβόλιμου αυτός κ ένας λαμπροφορεμένος ώς δεσπότης• κ παρουσιάστηκα κ εγώ. Του λέγει αυτεινού του αγωνιστή ο δεσπότης: «αυτόν οπου λέπεις – κ θα τον σώσω απο τον κίντυνον. Κ σταύρωσε κ έλαμψε ο τόπος. Κ ευθύς παρουσιάζομαι κ με δύο παιδιά μικρά. Κ ξύπνησε ο άνθρωπος, κ ήρθε κ μου το είπε. Ώς τώρα σας έγραφα, αναγνώστες, θεοτικά. Τώρα θα σας γράψω κ δαιμονικά:

Η γυναίκα αφού γκαστρώθη, επιάσαμεν μιάν φαγωμάρα κ γκρίνια μεγάλη: με όλη την φαμελιά. Κ άρχισε η γυναίκα κ σώνεταν, κ όλο έρευε. Ήφερα  γιατρούς, τόσα πράματα! Κ σάπισαν κ τα στήθιατης, την πονούσαν, οπου δέν κοιμάτον νύχτα κ ημέρα.

Έρχεται ένας αγωνιστής απο την Αίγυπτο, ήτον μαζί μου εις τον αγώνα της πατρίδος. Βλέπει την φαμελιάμου σ’ αυτείνη την κατάστασιν, λέγει: «της έχουν κάμωμα καμωμένο δαιμονικόν». <Εκεί στην Αίγυπτο έμαθε απο την αρχαία σοφία της Ανατολής>. Εγώ αυτό δέν το πιστεύω• με βιάζει να το πιστέψω, μου λέγει: «το βράδυ θα ιδούμεν τί είναι, το βράδυ!». Έκατσε όλη μέρα μαζί μου• το βράδυ, τα μεσάνυχτα, με παίρνει εμένα, κ παίρνω κ άλλον έναν άνθρωπο, οτι φοβήθηκα μόνος μου, κ κατεβαίνουμε εις το περιβόλι μου. Κ γυμνώνεται αυτός, καθώς τον έκαμεν η μάνατου• κ άρχισε, ώς μίαν ώρα κάτι <σε γλώσσα ακατάληπτη απο τον Μακρυγιάννη> είπε εκεί, είπε, είπε• τότε μας λέγει: «φέρτεμου ένα τσαπάκι». Κ σκάβει εις την πόρτα, οπου τρώμεν ψωμί απο μέσα, κ βγαίνει ένα πράμα δεμένο: ένα πανί, κ δεμένο με πλήθος σπάγγους• κ του κόβομεν αυτά τα σκοινιά κ τ’ ανοίγομεν• κ ήταν μέσα τρία πιρούνια μεγάλα, κ ήταν πλήθος βελόνες, υδράργυρος, κ στάχτη, κ κοκκαλάκια απο πεθαμένους, κ σημάδια <=δείγματα> απο τα σκουτιά της γυναικόςμου κ απο τα δικάμου• κ φαινόταν κ εκείνα τα κομμάτια απο τα ρούχα μας πώς τα είχαν κομμένα κ τρυπημένα>• κ τα πήρε κ τα τσάκισε όλα αυτά τα καρφιά κ βελόνες, κ τ’ άλλα τά’καψε κ τα πέταξε έξω εις τα χωράφια. Κ άρχισε η γυναίκα ν’ αναλαβαίνει. Όμως τα στήθια της την πονούσαν ακόμα. Ήρθε ο καιρός, κ κάνει δύο παιδιά, <δίδυμα> σερνικά. Βλέπω εις τον ύπνο μου: «αυτά να τα βαφτίσεις το νέον έτος. Το ένα να το ειπείς Δημήτρη κ τ’ άλλο Γιώργη». Αυτό το είδαν κ άλλοι εις τον ύπνο τους. Κ τά’ βγαλα καθώς είδα, κ εις την βάφτισιντους μαζώχτηκαν ένα πλήθος ανθρώπων. Κ ακολούθως σημειώνω την Ευσπλαχνία του Θεού:

Αφού τα γέννησε, ώς δεκοχτώ ημέρες, ήτον η γυναίκα πολύ καλά – ξυπνάγει με μεγάλες φωτιές κ παραλογισμούς, πονούσαν τα στήθιατης κ όλοτης το σώμα, όσο πήγαινε: εις το χερότερον. Ήφερα – είχα τρείς γιατρούς, τους καλύτερους• έκαμεν αρκετές ημέρες, αδυνάτισε πολύ απο τα αίματα, απο πλήθος αβδέλλες, κ γλυστήρια κ γιατρικά• πλέον φρένιασε: ούτε μιλούσε, ούτε γνώριζε, ούτε μπορούσε να αιστθανθεί να πάρει γιατρικόν. Σάν την είδαν οι γιατροί σ’ αυτείνη την κατάστασιν, απολπίστηκαν. Τότε μου λένε: «δέν είναι πλέον ελπίδος! Κ σου το λέμεν, οτι είσαι στρατιωτικός κ δεν <ταιριάζει> να σε απολπίζουν αυτά• οτι τέτιος είναι τούτος ο κόσμος». Κ: «ο Θεός είναι δυνατός!»• κ φύγαν. Κοντά τα μεσάνυχτα έρχεται ο Αλέξαντρος, γιατρός, ώς συγγενής (κ τον έχω εις το σπίτι με σύμβαση Την είδε εις την ίδια κατάστασιν, σηκώθη κ’ έφυγε πολλά λυπημένος. Τότε κ εγώ απολπίστηκα. Μαζώνω τα παιδιάμου, πηγαίνω εις τις εικόνες, κάνομεν τις μετάνιεςμας• κ κλαίγαμεν• κ έλεγα: «Κύριε! αυτά τα παιδιά ανήλικα, κ τόσον κόσμο εδω μέσα, τί να τους κάμω εγώ ο δυστυχής;». Εκεί οπού’κανα την προσευκήμου με τα παιδιάμου, μού’ρθε εις την ιδέαμου: (αύριον ξημέρωνε Κυριακή) άν ζήσει η γυναίκα ώς αύριον, να στείλω τα παιδιά εις την εκκλησίαν απο μίαν λαμπάδα, να κάμουν την προσευκήτους – κ ο Θεός άς γένει Έλεος εις αυτά οπου θα μείνουν αρφανά. Σηκώθηκα, πήγα εις τον άρρωστον, της έβαλα κ δύο γυναίκες συγγενείςτης, ό,τι τραβάγει <=απαιτείται> να της πιάσουνε τα μάτια όταν της βγεί η ψυχή. Εγώ, λυπημένος κ μπαϊλντισμένος, τόσες ημέρες άγρυπνος, με πονούσε κ το κεφάλι, είπα των γυναικών να σταθούν με τον άρρωστον κ εγώ να πέσω να κοιμηθώ ολίγον. Εκεί οπου πήγα εις την ταράτσα να κοιμηθώ, σήκωσα τα μάτιαμου εις τον ουρανό, κ περικαλούσα κ έκλαιγα• κ λέγω: «Βαγγελίστρα μου, πολλές φορές μ’ έσωσες κ’ εμένα κ το σπίτιμου όλο (κ εγώ στάθηκα αχάριστος). Κ τώρα να μου βρεθείς, οτι’ είμαι χαμένος!»• κ έγειρα. Την ίδιαν στιγμή οι γυναίκες αποκοιμήθηκαν – κ ο άρρωστος μόνοςτου• πηγαίνει ένα σύγνεφον κ κατεβάζει την γυναίκα κάτω απο το στρώμα – κ τέτια λευτεριά οπου δέν την είχε όταν ήταν κορίτσι! Τότε της ήρθε ο νούςτης• τότε είδε οπου ήτον μαγαρισμένη κ δέν ένιωθε• τότε σήκωσε αυτά τα σκουτιά μόνητης, άλλαξε παστρικά σκουτιά, πήγε εις το παλεθύρι να πιεί νερό – πάτησε την θείατης• βλέποντάςτην απο πάνω της, έκοψε το αίματης• της λέγει: «μήν φοβάσαι, θείαμου• κ σήκωσέμου το  στρώμα, κ τ’ άλλα τα σκουτιά οπού’ναι μουρνταρισμένα, οτι δέν μπορώ να τα σηκώσω μόνημου». Πήρε να ξημερώσει, μπήκα κ εγώ μέσα να ιδώ: την συγύρισαν καλά ή όχι; Ανοίγοντας την πόρτα, μου λέγει: «άντρα, να πάς εις την Βαγγελίστρα!» κ μου λέγει όλα αυτά. Εγώ, αδελφοί, περικαλιούμαι έξω, κ τί λέγω εγώ έξω: μου τα λέγει όταν μπήκα μέσα! Την ίδια ώρα έστειλα κ ήρθαν οι παπάδες, διάβασαν, κ σηκώθη εντελώς. Ήρθαν οι ιατροί, μου είπαν: «έγινε μεταβολή». Εγώ δέν τους είπα τίποτας απο αυτά• τους πλέρωσα κ τους ευκαρίστησα. Κ εγώ κ ο άρρωστος γνωρίσαμεν τον αληθινόν Γιατρόν! – Μετανογάγω, πάλε δέν πηγαίνω εις την ΧάρηΤης.

Σε δύο ημέρες, βλέπει ένας Χριστιανός εις τον ύπνοτου οτι ήρθε ένας καλόγερος εις το σπίτι μου, κ μιά μαυροφόρα, εις τον οντά οπου κοιμούμαι μόνοςμου, κ μου λέγει η γυναίκα οτι: «Εγώ δέν ήθελα να ματά’ρθω σ’ εσέναν ο Γιάννης με παρακίνησε (ήτον ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής), οτι σ’ έσωσα τόσες φορές κ δέν ήρθες εις το σπίτιΜου, Με γέλασες. Σου γιάτρεψε κ ο ΜονογενήςΜου, (κ: εγώ τον περικάλεσα κ ήρθαμεν κ) σου γιατρέψαμεν το γεταίρι σου να μήν ανεμείνουν αρφανά τόσα αδύνατα χελιδονάκια κ γιάτρεψε ο ΜονογενήςΜου το στήθοςτης κ Εγώ το χέριτης, οπου θα πάγαινε απο αυτά• κ της έβγαλε τόσα σάπια απο του καταραμένου τις ενέργειες». Τότε εγώ άρχισα να κλαίγω. Μου λέγει: «μήν κλαίς. Ξέρεις ποιός σε φυλάγει εσέναν;»• ευτύς (είχε απο κάτω απο το ράσοτης μιάν λαμπάδα κ) την σήκωσε απάνω κ άναψε: «αυτό το Φώς του Αφεντός Μας σε φυλάγει! Κ να’ρθείς εις το σπίτι Μου». Έρχεται ο άνθρωπος την αυγή, μου λέγει όλα αυτά. Τότε εγώ αποφασίζω να πάγω κ να πάρω κ το παιδί οπου το γιάτρεψε απο τις πληγές κ τό’ταξα να το πάρω να πάμεν – αρχινάγω κ συλλογιούμαι: «πού να πάρω παιδί!», φοβόμουν κ την θάλασσα, δέν είχα κ έξοδα εις το χέρι• κ δι’ αυτά όλα άρχισα να μετανογώ δια το παρόν, να μήν πάγω• κ φοβόμουν κ την εξουσίαν, να μήν μου κάνει αντενέργ<ει>ες <με την καχυποψία> οτι πάγω να κάμω συνομωσίες αυτά όλα μού’φερναν δυσκολίες.

Την άλλη βραδυά βλέπει μιά γυναίκα την Χάρη Της, τον Α-Γιάννη, τον Άγιον Σπυρίδωνα κ τον Άγιον Νικόλα, κ ήρθαν εις την κάμαρη, κ βαστούσα εγώ το παιδί εις τα χέρια• μου λέγει η Χάρη Της: «μήν παίρνεις το παιδί μαζί σου τώρα• κ μήν φοβάσαι απο αυτούς, δέν σου κάνουν τίποτας• κ μήν φοβάσαι κ την θάλασσα: θα σε πάρω Εγώ κ ο Γιάννης κ ο Σπύρος κ ο Νικόλας να σε πάμεν κ να σε φέρωμεν πίσω εις την οικίανσου». Αφού έρχεται η γυναίκα κ μου λέγει αυτά (όσα εγώ συλλογιόμουν μόνος μου μου τα λέγει αυτείνη!) – παίρνω έναν άνθρωπον, κατεβαίνω κάτω, ήταν κ το παπόρι δια να φύγει, μπήκα μέσα• έπεσα να κοιμηθώ απάνω (δέν μπορούσα κάτω εις τ’ αμπάρι) – μου λένε: «σήκω!». Εγώ έλπιζα οτ’ ήμαστε ακόμα εις τον Περαία, ανακατώνονταν οι άνθρωποι κ θα σηκώσουν σίδερο <=άγκυρα> να φύγωμεν – μου λένε: «σήκω, θα βγούμεν εις την Σύρα!». Τηράγω, βλέπω Σύρα. Εβήκαμεν έξω, εις τους φίλους• έφαγα ψωμί• θέλανε να μου κάμουν τραπέζι άλλοι το βράδυ – είπα του παιδιού κρυφά κ’ έπιασε καΐκι• σε δύο ώρες πήγαμεν εις την Τήνο• επήγα σ’έναν κουμπάρομου, έκατσα εικοσιτρείς ημέρες• πήγα εις την ΧάρηΤης, νήστεψα κ ξεμολογήθηκα να μεταλάβω. Είπα των επιτρόπων να μου βάλουν ένα σκουτί να κοιμηθώ κάτω, εις την εκκλησίαν οπου φανερώθη η ΧάρηΤης• μού’στρωσαν εμπροστά εις την εικόνα. Η εκκλησιά είναι μεγάλη. Εκει μέσα, λέγω του ανθρώπουμου: «εσύ σύρε πέρα τις εικόνες κ κοιμήσου – κ άν θέλεις, δοξολόγα τον Θεόν κ την ΧάρηΤης • ει δέ, κοιμήσου• ό,τι θέλεις ακολούθα». Άρχισα εγώ να κάμω τις μετάνιεςμου κ την αμαρτωλήμου προσευκή εις τους Σωτήρας της πατρίδοςμου κ θρησκείαςμου κ’ εμένα του αμαρτωλού κ όληςμου της οικογένειαςμου. Αφού άρχισα τις μετάνιεςμου κ την προσευκή μου καμόση ώρα, πήγα εις την ΧάρηΤης να ασπαστώ, να κοιμηθώ ολίγον κ πάλε να σηκωθώ• άμα πήγα να απαστώ, κάνει έναν χτύπον η εικόνα, οπου δέν μπορώ να σας το παραστήσω! Ξυπνάγει ο άνθρωπος απο το πέρα μέρος, οπου τ’ άκουσε, ήρθε εκεί, «τί ήταν αυτό;» μου λέγει – μήτε εγώ ήξερα μήτε εκείνος. Μετάλαβα την αυγή. Πήγαινα, όσες μέρες στάθηκα: πήγαινα εις την ΧάρηΤης, λυτρωνόμουν. Κ καθόμουν με τους επιτρόπους κ πατέρες. Εκεί ήμουν τυχερός, δια της ΦώτισήςΤης: πήρα κ μίαν εικόνα, όσ’η είναι η ΧάρηΤης, ασημένια, ‘ο Ευαγγελισμός’, οχτακοσίων χρόνων• την είχαν πάγει απο την Κρήτη εις την ΧάρηΤης• κ μου την δώσαν. Κ χωρίς να ενιώσω την θάλασσα, γύρισα πίσω εις το σπίτιμου, με την Αγαθότη Της κ με την Ευσπλαχνία Της.

(Οράματα και Θάματα, Στρατηγού Μακρυγιάννη, Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 41-49)

Δημοσίευση σχολίου